Ώρα μάχης - Διαγραφή του χρέους - Κάτω το μνημόνιο - Κάτω η κυβέρνηση Παπανδρέου
Στο προσκήνιο η προοπτική της εργατικής κυβέρνησης, της εξουσίας της εργατικής τάξης
Να κλείσουμε το δρόμο στους ελιγμούς της αστικής τάξης και των κομμάτων της
Η κοινωνική οργή που εκδηλώθηκε όλη την προηγούμενη χρονιά στα πανεργατικά συλλαλητήρια, βρήκε πλέον μόνιμη θέση στην πλατεία Συντάγματος και στις κεντρικές πλατείες όλων σχεδόν των πόλεων της χώρας. Από το μέγεθος των συγκεντρώσεων, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι πλατείες γεμίζουν από κόσμο που στις τελευταίες εκλογές στήριξε κάποιο από τα δύο κόμματα εξουσίας και ιδιαίτερα από κόσμο που ψήφισε ΠΑΣΟΚ. Τα γεγονότα αυτά δείχνουν ότι ο χρόνος της παρούσας κυβέρνησης είναι πλέον περιορισμένος.
Περιορισμένες είναι όμως και οι επιλογές της αστικής τάξης. Επιδίωξή της είναι να αποφύγει τη χρεοκοπία – εξέλιξη που θα συνιστούσε πλήγμα στα συμφέροντά της - αλλά και να ενισχύσει τη θέση της στον – οξυμένο λόγω κρίσης - διεθνή κεφαλαιοκρατικό ανταγωνισμό. Σήμερα κινείται αποφασιστικά στη γραμμή του μνημονίου, επιδιώκοντας να διευρύνει τις κατακτήσεις του τελευταίου έτους και να παγιώσει το συσχετισμό σε βάρος της εργατικής τάξης και του κινήματός της. Ο δρόμος αυτός αποδίδει άμεσα και μακροπρόθεσμα οφέλη στους κεφαλαιοκράτες, όμως αποσαθρώνει το κομματικό σύστημα, διογκώνει επικίνδυνα τη δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, εγκυμονεί την πιθανότητα κοινωνικών εκρήξεων και μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την αστική εξουσία. Οι πιθανοί ελιγμοί σε αυτήν την κατεύθυνση είναι πολύ συγκεκριμένοι: κυβέρνηση συνεργασίας ή κυβέρνηση προσωπικοτήτων πάντα στη γραμμή του μνημονίου, χωρίς να αποκλείεται από τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης και η πιθανότητα καλυμμένης ή ανοιχτής δικτατορίας, ιδιαίτερα στην περίπτωση που θα έχουν να αντιμετωπίσουν μια κοινωνική εξέγερση.
Ο άλλος δρόμος, που πλασάρεται κυρίως από τη Νέα Δημοκρατία, είναι η περίφημη επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, δηλαδή η χαλάρωση των ρυθμών εφαρμογής της αντεργατικής πολιτικής και η αναστήλωση κάποιων από τις διαρρηγμένες κοινωνικές συμμαχίες π.χ. με τμήματα της μικρής αστικής τάξης που σήμερα καταστρέφεται εξ’ αιτίας της συρρίκνωσης της εσωτερικής αγοράς. Μια τέτοια επιλογή απαιτεί ανάλογες εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. Τέτοια εξέλιξη είναι η άρνηση της νεοεκλεγείσας ιρλανδικής κυβέρνησης να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Ε.Ε. μπαίνοντας ουσιαστικά σε μια επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου που είχε συμφωνήσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Αυτή η πολιτική δεν ευνοείται σήμερα από τη διεθνή οικονομική συγκυρία, αλλά ούτε βρίσκει στήριξη από την αστική τάξη, η οποία επιδιώκει να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά οφέλη από τη σημερινή πολιτική, ιδιαίτερα όσο οι αντιδράσεις δείχνουν διαχειρίσιμες.
Ωστόσο, φαίνεται ότι τα πράγματα πλησιάζουν γρήγορα σε οριακό σημείο. Οι αντοχές και οι εφεδρείες των αστικών κομμάτων εξαντλούνται. Με βάση τις δημοσκοπήσεις, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται πλέον σε ελεύθερη πτώση χάνοντας 1 στους 2 ψηφοφόρους του μέσα σε λιγότερο από 2 χρόνια. Το πλέον ανησυχητικό όμως για την κυβέρνηση, δεν είναι η δημοσκοπική κατάρρευση του κυβερνώντος κόμματος, αλλά τα ρήγματα στο μακρύ χέρι του ΠΑΣΟΚ στο συνδικαλιστικό κίνημα, την ΠΑΣΚΕ, που εδώ και μερικά χρόνια αποτελεί το βασικό – αν όχι το μοναδικό – μηχανισμό στήριξης του ΠΑΣΟΚ. Η δήλωση της ΠΑΣΚΕ στην ΠΟΕ-ΟΤΑ ότι δεν έχει πλέον καμία σχέση με το κόμμα από το οποίο προέρχεται και η ανακοίνωση της ομοσπονδίας στην οποία ανακοίνωνε τη συμμετοχή της στη σύσκεψη του συντονισμού σωματείων, καλώντας και τα σωματεία μέλη της να συμμετέχουν, είναι ίσως το πιο σοβαρό ρήγμα στην ΠΑΣΚΕ από το 1985. Στη φθορά του ΠΑΣΟΚ αντανακλάται η ρήξη των κοινωνικών συμμαχιών της αστικής τάξης με μεσαία στρώματα, τμήματα των μισθωτών και – σε ορισμένες περιπτώσεις – και με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η οποία χάνει το έδαφος πάνω στο οποίο μπορούσε να κάνει πολιτική και να αναπαράγεται. Από τη φθορά της κυβέρνησης δεν επωφελείται η Νέα Δημοκρατία, κατά τρόπο που να συγκροτεί ένα ρεύμα με δυναμική τέτοια που να της επιτρέπει να διεκδικήσει την επάνοδο στην κυβερνητική εξουσία.
Ούτε η Αριστερά όμως ενισχύεται τόσο ώστε να μπορεί να αποτελέσει δύναμη διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας κι αυτό έχει να κάνει με την αδυναμία όλων των βασικών συνιστωσών της να διατυπώσουν μια ολοκληρωμένη πρόταση που να συνοδεύεται από μια ανάλογη τακτική. Αυτό, καθιστά την επιρροή της Αριστεράς, αλλά και τα ίδια τα κόμματά της, ευάλωτα σε κινήσεις αναδιάταξης του πολιτικού συστήματος και ιδιαίτερα στην περίπτωση που επιλεγεί από την αστική τάξη η γραμμή της «επαναδιαπραγμάτευσης». Με μια τέτοια γραμμή, η αστική τάξη θα επιδιώξει – και σε μεγάλο βαθμό θα κατορθώσει - να ενσωματώσει τμήματα της δυσαρέσκειας, αλλά και πολιτικές συλλογικότητες που αναζητούν μια «εφικτή λύση» στα πλαίσια του συστήματος. Ταυτόχρονα, θα προσπαθήσει να απομονώσει δυνάμεις που διατυπώνουν ολοκληρωμένες λύσεις για το απώτερο μέλλον, χωρίς να τις συνδέουν με πολιτική πρόταση και γραμμή για το παρόν.
Οι εξελίξεις του τελευταίου έτους, διαμόρφωσαν ευνοϊκό έδαφος για να τεθεί το ζήτημα της ταξικής εξουσίας. Το μεταβατικό πρόγραμμα που συνιστά την εργατική απάντηση στην κρίση, συνιστά μια απάντηση σε αυτό το ζήτημα. Το πρόγραμμα αυτό από μόνο του, δεν απαντά όμως στο ποιος μπορεί να το υλοποιήσει. Το ερώτημα αυτό τίθεται εκ των πραγμάτων σε όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς που διατυπώνουν προγράμματα από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και προκαλεί συζήτηση στο εσωτερικό τους, τριγμούς και διαφοροποιήσεις. Απάντηση στο ερώτημα δίνει η γραμμή της εργατικής κυβέρνησης, η οποία πλέον συναντά αποδοχή και από ανένταχτους αγωνιστές, αλλά και από οργανωμένες δυνάμεις. Η συμφωνία στην κατεύθυνση αυτή, στο πρόγραμμα και στην τακτική που συμπυκνώνεται στο σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης, πρέπει άμεσα να αποκρυσταλλωθεί και σε πολιτικό μέτωπο.
Τέλος, τον πιο κρίσιμο ρόλο στις εξελίξεις θα τον παίξει η εργατική τάξη και το κίνημά της. Ο απεργιακός κύκλος που ξεκίνησε με την απεργία σε πρώην ΔΕΚΟ και τράπεζες στις 9 Ιούνη και συνεχίζεται με την πανεργατική απεργία της 15ης Ιούνη, άνοιξε κάτω από την πίεση των εξελίξεων και δεν πρέπει να επιτραπεί στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να τον κλείσει αμαχητί. Οι συγκεντρώσεις στις πλατείες πρέπει να συνδεθούν με τα συνδικάτα και να πιέσουν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις για την οργάνωση ενός μαχητικού απεργιακού αγώνα διαρκείας ενάντια στην κυβέρνηση και το μνημόνιο. Η μαχητική δράση της εργατικής τάξης στην κατεύθυνση αυτή, θα επιταχύνει τις εξελίξεις, θα περιορίσει ακόμα περισσότερο το πεδίο ελιγμών των κεφαλαιοκρατών και θα ενισχύσει την προσπάθεια των συνειδητών επαναστατικών δυνάμεων να καθορίσουν τις εξελίξεις.